ρεπρίζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεπρίζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική reprise < reprendre < λατινική reprehendo < prehendo
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρεπρίζ ουδέτερο άκλιτο
- απότομη επιτάχυνση ενός οχήματος που βρίσκεται εν κινήσει