Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνόρρευστα < πυκνόρρευστος +

  Επίρρημα επεξεργασία

πυκνόρρευστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πυκνόρρευστα