πτερύσσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτερύσσομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπτερύσσομαι (ελληνιστική κοινή)
- χτυπώ τα φτερά μου, φτεροκοπώ
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας εγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
- καὶ μὴν διήνθισται κατὰ τοὺς ταῶνας, εἴ τις ἀτενὲς βλέποι ἐς αὐτήν, ὁπόταν ἐκπετάσασα πρὸς τὸν ἥλιον πτερύσσηται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας εγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
- (μεταφορικά) πετώ από τη χαρά μου
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 29 p.v.2.p.30 @scaife.perseus, @el.wikisource
- γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 29 p.v.2.p.30 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πτερύσσομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτερύσσομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.