Ετυμολογία

επεξεργασία
πτερύσσομαι < λείπει η ετυμολογία

πτερύσσομαι (ελληνιστική κοινή)

  1. χτυπώ τα φτερά μου, φτεροκοπώ
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 7, 1 Μυίας εγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
    καὶ μὴν διήνθισται κατὰ τοὺς ταῶνας, εἴ τις ἀτενὲς βλέποι ἐς αὐτήν, ὁπόταν ἐκπετάσασα πρὸς τὸν ἥλιον πτερύσσηται.
  2. (μεταφορικά) πετώ από τη χαρά μου
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 29 p.v.2.p.30 @scaife.perseus, @el.wikisource
    γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι·
  3. ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω

Άλλες μορφές

επεξεργασία