Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πρωτόπλαστοι αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπλαστος
  2. (θρησκεία) οι πρώτοι άνθρωποι και οι μόνοι που έπλασε ο Γιαχβέ, δηλαδή ο Αδάμ και η Εύα