πρωτόπλαστοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπρωτόπλαστοι αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπλαστος
- (θρησκεία) οι πρώτοι άνθρωποι και οι μόνοι που έπλασε ο Γιαχβέ, δηλαδή ο Αδάμ και η Εύα