Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοδοκιμάζω < πρωτο- + δοκιμάζω

πρωτοδοκιμάζω (παθητική φωνή: πρωτοδοκιμάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία