Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοδοκιμάζω < πρωτο- + δοκιμάζω

  Ρήμα επεξεργασία

πρωτοδοκιμάζω (παθητική φωνή: πρωτοδοκιμάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία