πρωτοδοκιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρωτοδοκιμάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πρωτοδοκιμάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτοδοκιμάζομαι | πρωτοδοκιμαζόμουν(α) | θα πρωτοδοκιμάζομαι | να πρωτοδοκιμάζομαι | ||
β' ενικ. | πρωτοδοκιμάζεσαι | πρωτοδοκιμαζόσουν(α) | θα πρωτοδοκιμάζεσαι | να πρωτοδοκιμάζεσαι | (πρωτοδοκιμάζου) | |
γ' ενικ. | πρωτοδοκιμάζεται | πρωτοδοκιμαζόταν(ε) | θα πρωτοδοκιμάζεται | να πρωτοδοκιμάζεται | ||
α' πληθ. | πρωτοδοκιμαζόμαστε | πρωτοδοκιμαζόμαστε πρωτοδοκιμαζόμασταν |
θα πρωτοδοκιμαζόμαστε | να πρωτοδοκιμαζόμαστε | ||
β' πληθ. | πρωτοδοκιμάζεστε | πρωτοδοκιμαζόσαστε πρωτοδοκιμαζόσασταν |
θα πρωτοδοκιμάζεστε | να πρωτοδοκιμάζεστε | (πρωτοδοκιμάζεστε) | |
γ' πληθ. | πρωτοδοκιμάζονται | πρωτοδοκιμάζονταν πρωτοδοκιμαζόντουσαν |
θα πρωτοδοκιμάζονται | να πρωτοδοκιμάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτοδοκιμάστηκα | θα πρωτοδοκιμαστώ | να πρωτοδοκιμαστώ | πρωτοδοκιμαστεί | ||
β' ενικ. | πρωτοδοκιμάστηκες | θα πρωτοδοκιμαστείς | να πρωτοδοκιμαστείς | πρωτοδοκιμάσου | ||
γ' ενικ. | πρωτοδοκιμάστηκε | θα πρωτοδοκιμαστεί | να πρωτοδοκιμαστεί | |||
α' πληθ. | πρωτοδοκιμαστήκαμε | θα πρωτοδοκιμαστούμε | να πρωτοδοκιμαστούμε | |||
β' πληθ. | πρωτοδοκιμαστήκατε | θα πρωτοδοκιμαστείτε | να πρωτοδοκιμαστείτε | πρωτοδοκιμαστείτε | ||
γ' πληθ. | πρωτοδοκιμάστηκαν πρωτοδοκιμαστήκαν(ε) |
θα πρωτοδοκιμαστούν(ε) | να πρωτοδοκιμαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πρωτοδοκιμαστεί | είχα πρωτοδοκιμαστεί | θα έχω πρωτοδοκιμαστεί | να έχω πρωτοδοκιμαστεί | πρωτοδοκιμασμένος | |
β' ενικ. | έχεις πρωτοδοκιμαστεί | είχες πρωτοδοκιμαστεί | θα έχεις πρωτοδοκιμαστεί | να έχεις πρωτοδοκιμαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτοδοκιμαστεί | είχε πρωτοδοκιμαστεί | θα έχει πρωτοδοκιμαστεί | να έχει πρωτοδοκιμαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτοδοκιμαστεί | είχαμε πρωτοδοκιμαστεί | θα έχουμε πρωτοδοκιμαστεί | να έχουμε πρωτοδοκιμαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτοδοκιμαστεί | είχατε πρωτοδοκιμαστεί | θα έχετε πρωτοδοκιμαστεί | να έχετε πρωτοδοκιμαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτοδοκιμαστεί | είχαν πρωτοδοκιμαστεί | θα έχουν πρωτοδοκιμαστεί | να έχουν πρωτοδοκιμαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοδοκιμάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοδοκιμάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)