πρωταπριλιάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωταπριλιάτικα < ουδέτερο του πρωταπριλιάτικος στον πληθυντικό < πρωταπριλιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ta.pɾiˈʎa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τα‐πρι‐λιά‐τι‐κα
Επίρρημα επεξεργασία
πρωταπριλιάτικα
- την Πρωταπριλιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωταπριλιάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρωταπριλιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωταπριλιάτικος