προτερέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτερέω < πρότερος
Ρήμα
επεξεργασίαπροτερέω-προτερῶ
- προπορεύομαι, προηγούμαι, είμαι μπροστά (όσον αφορά την απόσταση)
- προπορεύομαι, προηγούμαι, είμαι μπροστά (όσον αφορά το χρόνο)
- ξεπερνώ