Ετυμολογία

επεξεργασία
προσόψιον < προσ- + ὄψ(ις) + -ιον [1] Δείτε και το αρχαίο προσόψιος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσόψιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. προσόψι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.