προκαταρτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκαταρτίζω < ελληνιστική κοινή προκαταρτίζω[1] < αρχαία ελληνική καταρτίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροκαταρτίζω (παθητική φωνή: προκαταρτίζομαι)
- (λόγιο) προετοιμάζω κάποιον, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθήσει πρόγραμμα κατάρτισης
Συγγενικά
επεξεργασία- απροκατάρτιστος
- προκατάρτιση
- προκαταρτισμένος
- προκαταρτισμός
- → δείτε τις λέξεις προ και καταρτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκαταρτίζω | προκατάρτιζα | θα προκαταρτίζω | να προκαταρτίζω | προκαταρτίζοντας | |
β' ενικ. | προκαταρτίζεις | προκατάρτιζες | θα προκαταρτίζεις | να προκαταρτίζεις | προκατάρτιζε | |
γ' ενικ. | προκαταρτίζει | προκατάρτιζε | θα προκαταρτίζει | να προκαταρτίζει | ||
α' πληθ. | προκαταρτίζουμε | προκαταρτίζαμε | θα προκαταρτίζουμε | να προκαταρτίζουμε | ||
β' πληθ. | προκαταρτίζετε | προκαταρτίζατε | θα προκαταρτίζετε | να προκαταρτίζετε | προκαταρτίζετε | |
γ' πληθ. | προκαταρτίζουν(ε) | προκατάρτιζαν προκαταρτίζαν(ε) |
θα προκαταρτίζουν(ε) | να προκαταρτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκατάρτισα | θα προκαταρτίσω | να προκαταρτίσω | προκαταρτίσει | ||
β' ενικ. | προκατάρτισες | θα προκαταρτίσεις | να προκαταρτίσεις | προκατάρτισε | ||
γ' ενικ. | προκατάρτισε | θα προκαταρτίσει | να προκαταρτίσει | |||
α' πληθ. | προκαταρτίσαμε | θα προκαταρτίσουμε | να προκαταρτίσουμε | |||
β' πληθ. | προκαταρτίσατε | θα προκαταρτίσετε | να προκαταρτίσετε | προκαταρτίστε | ||
γ' πληθ. | προκατάρτισαν προκαταρτίσαν(ε) |
θα προκαταρτίσουν(ε) | να προκαταρτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προκαταρτίσει | είχα προκαταρτίσει | θα έχω προκαταρτίσει | να έχω προκαταρτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προκαταρτίσει | είχες προκαταρτίσει | θα έχεις προκαταρτίσει | να έχεις προκαταρτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προκαταρτίσει | είχε προκαταρτίσει | θα έχει προκαταρτίσει | να έχει προκαταρτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προκαταρτίσει | είχαμε προκαταρτίσει | θα έχουμε προκαταρτίσει | να έχουμε προκαταρτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προκαταρτίσει | είχατε προκαταρτίσει | θα έχετε προκαταρτίσει | να έχετε προκαταρτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προκαταρτίσει | είχαν προκαταρτίσει | θα έχουν προκαταρτίσει | να έχουν προκαταρτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκαταρτίζω
|
- ↑ προκαταρτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.