προκαταρτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκαταρτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προκαταρτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκαταρτίζομαι | προκαταρτιζόμουν(α) | θα προκαταρτίζομαι | να προκαταρτίζομαι | ||
β' ενικ. | προκαταρτίζεσαι | προκαταρτιζόσουν(α) | θα προκαταρτίζεσαι | να προκαταρτίζεσαι | (προκαταρτίζου) | |
γ' ενικ. | προκαταρτίζεται | προκαταρτιζόταν(ε) | θα προκαταρτίζεται | να προκαταρτίζεται | ||
α' πληθ. | προκαταρτιζόμαστε | προκαταρτιζόμαστε προκαταρτιζόμασταν |
θα προκαταρτιζόμαστε | να προκαταρτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προκαταρτίζεστε | προκαταρτιζόσαστε προκαταρτιζόσασταν |
θα προκαταρτίζεστε | να προκαταρτίζεστε | (προκαταρτίζεστε) | |
γ' πληθ. | προκαταρτίζονται | προκαταρτίζονταν προκαταρτιζόντουσαν |
θα προκαταρτίζονται | να προκαταρτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκαταρτίστηκα | θα προκαταρτιστώ | να προκαταρτιστώ | προκαταρτιστεί | ||
β' ενικ. | προκαταρτίστηκες | θα προκαταρτιστείς | να προκαταρτιστείς | προκαταρτίσου | ||
γ' ενικ. | προκαταρτίστηκε | θα προκαταρτιστεί | να προκαταρτιστεί | |||
α' πληθ. | προκαταρτιστήκαμε | θα προκαταρτιστούμε | να προκαταρτιστούμε | |||
β' πληθ. | προκαταρτιστήκατε | θα προκαταρτιστείτε | να προκαταρτιστείτε | προκαταρτιστείτε | ||
γ' πληθ. | προκαταρτίστηκαν προκαταρτιστήκαν(ε) |
θα προκαταρτιστούν(ε) | να προκαταρτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προκαταρτιστεί | είχα προκαταρτιστεί | θα έχω προκαταρτιστεί | να έχω προκαταρτιστεί | προκαταρτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προκαταρτιστεί | είχες προκαταρτιστεί | θα έχεις προκαταρτιστεί | να έχεις προκαταρτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προκαταρτιστεί | είχε προκαταρτιστεί | θα έχει προκαταρτιστεί | να έχει προκαταρτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προκαταρτιστεί | είχαμε προκαταρτιστεί | θα έχουμε προκαταρτιστεί | να έχουμε προκαταρτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προκαταρτιστεί | είχατε προκαταρτιστεί | θα έχετε προκαταρτιστεί | να έχετε προκαταρτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προκαταρτιστεί | είχαν προκαταρτιστεί | θα έχουν προκαταρτιστεί | να έχουν προκαταρτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκαταρτίζομαι
|