προικίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροικίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προικίζω
- θα προικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προικίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροικίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προίκιση