Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προικίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προικίζω
  2. θα προικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προικίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

προικίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προίκιση