Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγιγνώσκω < πρό + γιγνώσκω

  Ρήμα επεξεργασία

προγιγνώσκω

  1. γνωρίζω από πριν, καταλαβαίνω εκ των προτέρων
  2. προαισθάνομαι, προβλέπω
  3. κρίνω από πριν
  4. προνοώ

  Πηγές επεξεργασία