προαιρούμαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προαιρούμαι < αρχαία ελληνική προαιρέομαι / προαιροῦμαι
ΡήμαΕπεξεργασία
προαιρούμαι
Επεξεργασία
- απροαίρετος
- αυτοπροαίρετος
- αυτοπροαιρέτως
- κακοπροαίρετα
- κακοπροαίρετος
- καλοπροαίρετα
- καλοπροαίρετος
- προαίρεση
- προαιρετικά
- προαιρετικός
- → δείτε τη λέξη αίρεση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προαιρούμαι