Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουρπουρίζω < άμεσο δάνειο από την αγγλική purr με αναδιπλασιασμό + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

πουρπουρίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία