πουρπουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πουρπουρίζω < άμεσο δάνειο από την αγγλική purr με αναδιπλασιασμό + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαπουρπουρίζω
- (νεολογισμός, προφορικό) συνώνυμο του γουργουρίζω
- ⮡ η γάτα πουρπουρίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουρπουρίζω
|