Ετυμολογία

επεξεργασία
πουρπουρίζω < άμεσο δάνειο από την αγγλική purr με αναδιπλασιασμό + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

πουρπουρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία