ενεστώτας purr
γ΄ ενικό ενεστώτα purrs
αόριστος purred
παθητική μετοχή purred
ενεργητική μετοχή purring

purr (en)

  • (αμετάβατο) γουργουρίζω, για γάτα η οποία κάνει χαμηλό συνεχή ήχο στο λαιμό, ειδικά όταν είναι χαρούμενη ή άνετη, ή για πρόσωπο που κάνει παρόμοιο ήχο
    ⮡  The cat was half-asleep purring.
    Ο γάτος μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας.
    ⮡  My cat/my grandpa purred contentedly.
    Ο γάτος μου/Ο παππούς μου γουργούριζε ευχαριστημένος.