πολιτικολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολιτικολογώ (μαρτυρείται από το 1862)[1] < πολιτικ(ή) + -ο- + -λογώ, (απόδοση) γαλλική politiquer[2]
Ρήμα
επεξεργασίαπολιτικολογώ
- κουβεντιάζω (σε όχι πολύ υψηλό επίπεδο) για τα πολιτικά πράγματα
Συγγενικά
επεξεργασία- πολιτικολόγος
- πολιτικολογία
- → δείτε και τις λέξεις πολιτικός, λόγος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολιτικολογώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 822, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ πολιτικολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας