Ετυμολογία

επεξεργασία
πιττακοφόρος < πιττάκ(ιν) + -ο- + -φόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιττακοφόρος αρσενικό

  • ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης χφ Τραπεζούντας (16ος αιώνας), στίχ. 233 (232-234) έκδ. Σάθας-Legrand, 1875
    Ἔστειλαν δὲ τὸν ἀμηρᾶν γραφήν τε κατ' ἰδίαν,
    καὶ οὕτως αὐτὸν ἐδήλωσαν διὰ τοῦ πιττακοφόρου·
    « τὸ φέγγος φέγγει ὁλονυκτὶ καί, ἂν βούλει, πορευθῶμεν ! »
    Sathas C.-Legrand É., Les exploits de Digénis Akritas. Collection de monuments pour servir à l'étude de la langue néo-hellénique, Τόμος 6, Εκδότης: Librairie Maisonneuve, Αθήνα, 1875, σελ. 22, @google.books

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία