περιλάμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιλάμπω < ελληνιστική κοινή περιλάμπω < αρχαία ελληνική περί + λάμπω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριλάμπω
- (σπάνιο, μεταβατικό) δίνω λάμψη σε κάτι απ’ όλες του τις πλευρές
- (σπάνιο, μεταβατικό) φανερώνω
- (σπάνιο, αμετάβατο) λάμπω / φεγγοβολώ από παντού
Συγγενικά
επεξεργασία- περιλαμπής
- → δείτε τις λέξεις περί και λάμπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιλάμπω
|