Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικοσμώ < ελληνιστική κοινή περικοσμέω < αρχαία ελληνική περί + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος

  Ρήμα επεξεργασία

περικοσμώ

  1. (αρχαιοπρεπές) διακοσμώ γύρω γύρω
  2. (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) λαμπρύνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία