παρτενέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρτενέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική partenaire
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρτενέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ένας άντρας ή μια γυναίκα που συμμετέχει μαζί με άλλο άτομο σε έναν χορό
- Θα ήθελες να είσαι η παρτενέρ μου στον αποψινό χορό;
- (συνεκδοχικά) το καθένα από τα δυο μέλη ενός ζευγαριού