παραμεσημβρινά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμεσημβρινά < παραμεσημβρινός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραμεσημβρινά
- δίπλα ή κοντά στον μεσημβρινό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραμεσημβρινά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαραμεσημβρινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραμεσημβρινός