Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβαραίνω < παρα- + βαραίνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραβαραίνω

  1. (μεταβατικό) προσδίδω σε κάτι υπερβολικό βάρος
  2. (αμετάβατο) γίνομαι υπερβολικά βαρύς

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία