παπίν
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαπίν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπίν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπίν ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- παπίν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Ετυμολογία
επεξεργασία- παπίν < πάπ(ια) + υποκοριστικό επίθημα -ίν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπίν ουδέτερο
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Πηγές
επεξεργασία- παπίν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].