ο μη γένοιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ο μη γένοιτο (μονοτονική) γραφή) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅ μὴ γένοιτο < ὅ (το οποίο), μή (μη, μην) & γένοιτο (να γίνει, ευκτική αορίστου του γίγνομαι
Έκφραση
επεξεργασίαο μη γένοιτο
- (αρχαιοπρεπές) μακάρι να μην γίνει (εύχομαι αυτό να μη συμβεί ποτέ)
- ⮡ Έχουμε βγάλει τις γλάστρες από το περβάζι του παραθύρου ώστε, αν γίνει σεισμός, ο μη γένοιτο, να μην πέσουν στο κεφάλι κάποιου περαστικού.
Συνώνυμα
επεξεργασία- που να μη σώσει (λαϊκότροπο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Θεός φυλάξοι (με την ευκτική φυλάξοι)