Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστεοποιώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστεοποιώ
<
όστεο
+
ποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
οστεοποιώ
(
ιατρική
)
κοκαλοποιώ
,
οστεοποιούμαι
, μετατρέπω σε
οστίτη
ιστό
(
μεταφορικά
)
συμπυγνύω
,
συγκροτώ
,
ιδρύω
,
οικοδομώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεοποιώ
αγγλικά
:
ossify
(en)
γαλλικά
:
ossifier
(fr)