Ετυμολογία

επεξεργασία
οστεοποιώ < όστεο + ποιώ

οστεοποιώ

  1. (ιατρική) κοκαλοποιώ, οστεοποιούμαι, μετατρέπω σε οστίτη ιστό
  2. (μεταφορικά) συμπυγνύω, συγκροτώ, ιδρύω, οικοδομώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία