ορρωδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορρωδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρρωδέω / ὀρρωδῶ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾoˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐ρω‐δώ
Ρήμα
επεξεργασίαορρωδώ, πρτ.: ορρωδούσα, αόρ.: ορρώδησα (χωρίς παθητική φωνή)
- χάνω το θάρρος μου, σταματώ, λιποψυχώ ή διστάζω
- ※ –[...]Ούτε μπροστά σε θηλυκό κροκόδειλο ορρωδείς;
- 1956, Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος
- ※ –[...]Ούτε μπροστά σε θηλυκό κροκόδειλο ορρωδείς;
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορρωδώ | ορρωδούσα | θα ορρωδώ | να ορρωδώ | ορρωδώντας | |
β' ενικ. | ορρωδείς | ορρωδούσες | θα ορρωδείς | να ορρωδείς | (ορρώδει) | |
γ' ενικ. | ορρωδεί | ορρωδούσε | θα ορρωδεί | να ορρωδεί | ||
α' πληθ. | ορρωδούμε | ορρωδούσαμε | θα ορρωδούμε | να ορρωδούμε | ||
β' πληθ. | ορρωδείτε | ορρωδούσατε | θα ορρωδείτε | να ορρωδείτε | ορρωδείτε | |
γ' πληθ. | ορρωδούν(ε) | ορρωδούσαν(ε) | θα ορρωδούν(ε) | να ορρωδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορρώδησα | θα ορρωδήσω | να ορρωδήσω | ορρωδήσει | ||
β' ενικ. | ορρώδησες | θα ορρωδήσεις | να ορρωδήσεις | ορρώδησε | ||
γ' ενικ. | ορρώδησε | θα ορρωδήσει | να ορρωδήσει | |||
α' πληθ. | ορρωδήσαμε | θα ορρωδήσουμε | να ορρωδήσουμε | |||
β' πληθ. | ορρωδήσατε | θα ορρωδήσετε | να ορρωδήσετε | ορρωδήστε | ||
γ' πληθ. | ορρώδησαν ορρωδήσαν(ε) |
θα ορρωδήσουν(ε) | να ορρωδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορρωδήσει | είχα ορρωδήσει | θα έχω ορρωδήσει | να έχω ορρωδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορρωδήσει | είχες ορρωδήσει | θα έχεις ορρωδήσει | να έχεις ορρωδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορρωδήσει | είχε ορρωδήσει | θα έχει ορρωδήσει | να έχει ορρωδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορρωδήσει | είχαμε ορρωδήσει | θα έχουμε ορρωδήσει | να έχουμε ορρωδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορρωδήσει | είχατε ορρωδήσει | θα έχετε ορρωδήσει | να έχετε ορρωδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορρωδήσει | είχαν ορρωδήσει | θα έχουν ορρωδήσει | να έχουν ορρωδήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ορρωδώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας