Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρρωδέω < λείπει η ετυμολογία

ὀρρωδέω

  1. φοβούμαι, τρέμω (+ αιτιατική προσώπου: μπροστά σε κάποιον)
  2. φοβούμαι, τρέμω (+ γενική πράγματος: για κάτι ή εξαιτίας κάποιου πράγματος)

Άλλες μορφές

επεξεργασία