ὀρρωδέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀρρωδέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαὀρρωδέω
- φοβούμαι, τρέμω (+ αιτιατική προσώπου: μπροστά σε κάποιον)
- φοβούμαι, τρέμω (+ γενική πράγματος: για κάτι ή εξαιτίας κάποιου πράγματος)