Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυγονοκολλώ < οξυγόνο + κολλώ

  Ρήμα επεξεργασία

οξυγονοκολλώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία