ενεστώτας weld
γ΄ ενικό ενεστώτα welds
αόριστος welded
παθητική μετοχή welded
ενεργητική μετοχή welding

weld (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ