οξεοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαοξεοποιώ
- (χημεία): δημιουργώ οξύ,
- μετατρέπω σε οξύ
- προσθέτω οξέα σε μια ουσία
- (συνεκδοχικά): αυξάνω την οξύτητα ουσίας ή περιβάλλοντος
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξεοποιώ
|