ομογνωμονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομογνωμονώ < αρχαία ελληνική ὁμογνωμονέω / ὁμογνωμονῶ < ὁμογνώμων < ὁμοῦ + γνώμη < γιγνώσκω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mo.ɣno.moˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐γνω‐μο‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίαομογνωμονώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομογνωμονώ | ομογνωμονούσα | θα ομογνωμονώ | να ομογνωμονώ | ομογνωμονώντας | |
β' ενικ. | ομογνωμονείς | ομογνωμονούσες | θα ομογνωμονείς | να ομογνωμονείς | (ομογνωμόνει) | |
γ' ενικ. | ομογνωμονεί | ομογνωμονούσε | θα ομογνωμονεί | να ομογνωμονεί | ||
α' πληθ. | ομογνωμονούμε | ομογνωμονούσαμε | θα ομογνωμονούμε | να ομογνωμονούμε | ||
β' πληθ. | ομογνωμονείτε | ομογνωμονούσατε | θα ομογνωμονείτε | να ομογνωμονείτε | ομογνωμονείτε | |
γ' πληθ. | ομογνωμονούν(ε) | ομογνωμονούσαν(ε) | θα ομογνωμονούν(ε) | να ομογνωμονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομογνωμόνησα | θα ομογνωμονήσω | να ομογνωμονήσω | ομογνωμονήσει | ||
β' ενικ. | ομογνωμόνησες | θα ομογνωμονήσεις | να ομογνωμονήσεις | ομογνωμόνησε | ||
γ' ενικ. | ομογνωμόνησε | θα ομογνωμονήσει | να ομογνωμονήσει | |||
α' πληθ. | ομογνωμονήσαμε | θα ομογνωμονήσουμε | να ομογνωμονήσουμε | |||
β' πληθ. | ομογνωμονήσατε | θα ομογνωμονήσετε | να ομογνωμονήσετε | ομογνωμονήστε | ||
γ' πληθ. | ομογνωμόνησαν ομογνωμονήσαν(ε) |
θα ομογνωμονήσουν(ε) | να ομογνωμονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ομογνωμονήσει | είχα ομογνωμονήσει | θα έχω ομογνωμονήσει | να έχω ομογνωμονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ομογνωμονήσει | είχες ομογνωμονήσει | θα έχεις ομογνωμονήσει | να έχεις ομογνωμονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ομογνωμονήσει | είχε ομογνωμονήσει | θα έχει ομογνωμονήσει | να έχει ομογνωμονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ομογνωμονήσει | είχαμε ομογνωμονήσει | θα έχουμε ομογνωμονήσει | να έχουμε ομογνωμονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ομογνωμονήσει | είχατε ομογνωμονήσει | θα έχετε ομογνωμονήσει | να έχετε ομογνωμονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ομογνωμονήσει | είχαν ομογνωμονήσει | θα έχουν ομογνωμονήσει | να έχουν ομογνωμονήσει |
|