Ετυμολογία

επεξεργασία
ομογνωμονώ < αρχαία ελληνική ὁμογνωμονέω / ὁμογνωμονῶ < ὁμογνώμων < ὁμοῦ + γνώμη < γιγνώσκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.mo.ɣno.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐γνω‐μο‐νώ

ομογνωμονώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία