Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοένα < ολονέν < μεσαιωνική ελληνική ὁλονέν(α) < φράση ὅλον ἕν(α)

  Επίρρημα επεξεργασία

ολοένα

από τότε που έφυγε ο αδερφός της, ολοένα κλείνεται μονάχη στο δωμάτιό της και κλαίει
ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο μέχρι που ξέσπασε η μπόρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία