Δείτε επίσης: ὁδο-, οδό, ὁδόν

Ετυμολογία

επεξεργασία
οδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδο- < ὁδός με θέμα ὁδο-. Επίσης, οδοι- < ὁδoῖ (αρχαιότατη τοπική πτώση) σε αρχαίες συνθέσεις ( δείτε ὁδο-).