ξου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξου (επιφώνημα) < (ηχομιμητική λέξη)
- ξου (ουσιαστικό) < ξ
Επιφώνημα επεξεργασία
ξου
- χρησιμοποιείται (συνήθως διπλό) για να διώξουμε κάποιον, άνθρωπο (αγενές) ή ζώο
- Φύγε από δω! Ξου ξου!
Συνώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξου ουδέτερο άκλιτο