ξανάβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανάβω < αρχαία ελληνική ἐξανάπτω
Ρήμα
επεξεργασίαξανάβω, παθ. μτχ.: ξαναμμένος
- (αμετάβατο) αναψοκοκκινίζω
- (αμετάβατο) παθαίνω έξαψη
- (μεταβατικό) διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανάβω | ξάναβα | θα ξανάβω | να ξανάβω | ξανάβοντας | |
β' ενικ. | ξανάβεις | ξάναβες | θα ξανάβεις | να ξανάβεις | ξάναβε | |
γ' ενικ. | ξανάβει | ξάναβε | θα ξανάβει | να ξανάβει | ||
α' πληθ. | ξανάβουμε | ξανάβαμε | θα ξανάβουμε | να ξανάβουμε | ||
β' πληθ. | ξανάβετε | ξανάβατε | θα ξανάβετε | να ξανάβετε | ξανάβετε | |
γ' πληθ. | ξανάβουν(ε) | ξάναβαν ξανάβαν(ε) |
θα ξανάβουν(ε) | να ξανάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάναψα | θα ξανάψω | να ξανάψω | ξανάψει | ||
β' ενικ. | ξάναψες | θα ξανάψεις | να ξανάψεις | ξάναψε | ||
γ' ενικ. | ξάναψε | θα ξανάψει | να ξανάψει | |||
α' πληθ. | ξανάψαμε | θα ξανάψουμε | να ξανάψουμε | |||
β' πληθ. | ξανάψατε | θα ξανάψετε | να ξανάψετε | ξανάψτε | ||
γ' πληθ. | ξάναψαν ξανάψαν(ε) |
θα ξανάψουν(ε) | να ξανάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανάψει | είχα ξανάψει | θα έχω ξανάψει | να έχω ξανάψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανάψει | είχες ξανάψει | θα έχεις ξανάψει | να έχεις ξανάψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανάψει | είχε ξανάψει | θα έχει ξανάψει | να έχει ξανάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανάψει | είχαμε ξανάψει | θα έχουμε ξανάψει | να έχουμε ξανάψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανάψει | είχατε ξανάψει | θα έχετε ξανάψει | να έχετε ξανάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανάψει | είχαν ξανάψει | θα έχουν ξανάψει | να έχουν ξανάψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανάβω
|