ξανανάβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανανάβω < ξανά και ανάβω < ίσως από αρχαία ελληνική ἐξανάπτω (ανάβω και ανάβω ξανά αλλά αρχικά αναρτώ)
Ρήμα
επεξεργασίαξανανάβω
- ανάβω ξανά φωτιά, αναζωπυρώνω (και παθητικό)
- Ξανάναψε το καντήλι, δεν πρέπει να μένει σβηστό
- Τα φώτα ξανάναψαν, φαίνεται τελείωσε η διακοπή της ΔΕΗ
- (μεταφορικά) ανάβει ξανά μια εσωτερική φλόγα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανανάβω | ξανάναβα | θα ξανανάβω | να ξανανάβω | ξανανάβοντας | |
β' ενικ. | ξανανάβεις | ξανάναβες | θα ξανανάβεις | να ξανανάβεις | ξανάναβε | |
γ' ενικ. | ξανανάβει | ξανάναβε | θα ξανανάβει | να ξανανάβει | ||
α' πληθ. | ξανανάβουμε | ξανανάβαμε | θα ξανανάβουμε | να ξανανάβουμε | ||
β' πληθ. | ξανανάβετε | ξανανάβατε | θα ξανανάβετε | να ξανανάβετε | ξανανάβετε | |
γ' πληθ. | ξανανάβουν(ε) | ξανάναβαν ξανανάβαν(ε) |
θα ξανανάβουν(ε) | να ξανανάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανάναψα | θα ξανανάψω | να ξανανάψω | ξανανάψει | ||
β' ενικ. | ξανάναψες | θα ξανανάψεις | να ξανανάψεις | ξανάναψε | ||
γ' ενικ. | ξανάναψε | θα ξανανάψει | να ξανανάψει | |||
α' πληθ. | ξανανάψαμε | θα ξανανάψουμε | να ξανανάψουμε | |||
β' πληθ. | ξανανάψατε | θα ξανανάψετε | να ξανανάψετε | ξανανάψτε | ||
γ' πληθ. | ξανάναψαν ξανανάψαν(ε) |
θα ξανανάψουν(ε) | να ξανανάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανανάψει | είχα ξανανάψει | θα έχω ξανανάψει | να έχω ξανανάψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανανάψει | είχες ξανανάψει | θα έχεις ξανανάψει | να έχεις ξανανάψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανανάψει | είχε ξανανάψει | θα έχει ξανανάψει | να έχει ξανανάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανανάψει | είχαμε ξανανάψει | θα έχουμε ξανανάψει | να έχουμε ξανανάψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανανάψει | είχατε ξανανάψει | θα έχετε ξανανάψει | να έχετε ξανανάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανανάψει | είχαν ξανανάψει | θα έχουν ξανανάψει | να έχουν ξανανάψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανανάβω
|