ξακρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξακρίζω
- κόβω άκρες που είναι περιττές σε ύφασμα ή ξύλα ή μαλλιά ή θάμνους ή στο μουστάκι ή στο μούσι
- ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο, ξακρίζω τις σανίδες
- (βιβλιοδεσία) ξακρίζω το βιβλίο, δηλαδή κόβω το λευκό περιθώριο που περιβάλλει το κείμενο
- (μεταφορικά) κάνω περικοπές, κόβω περιττά ή ίσως χρήσιμα
- ξακρίζω το χρόνο
- (αυτοκίνητο) ................
- το καινούργιο μου αυτοκίνητο ξακρίζει καλά
- κάνω κάτι μέχρι τα άκρα, π.χ. καθαρίζω πολύ καλά, έως τις γωνίες και τα δύσκολα σημεία, σπέρνω το χωράφι απ' άκρη σε άκρη ακόμα και με ξινάρι (επειδή στα δύσκολα σημεία δεν πάει το αλέτρι
- ξεμοναχιάζω, παίρνω κάποιον παράμερα, τον παρασύρω ή του ζητώ να έρθει σε ένα ιδιαίτερο χώρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξακρίζω | ξάκριζα | θα ξακρίζω | να ξακρίζω | ξακρίζοντας | |
β' ενικ. | ξακρίζεις | ξάκριζες | θα ξακρίζεις | να ξακρίζεις | ξάκριζε | |
γ' ενικ. | ξακρίζει | ξάκριζε | θα ξακρίζει | να ξακρίζει | ||
α' πληθ. | ξακρίζουμε | ξακρίζαμε | θα ξακρίζουμε | να ξακρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξακρίζετε | ξακρίζατε | θα ξακρίζετε | να ξακρίζετε | ξακρίζετε | |
γ' πληθ. | ξακρίζουν(ε) | ξάκριζαν ξακρίζαν(ε) |
θα ξακρίζουν(ε) | να ξακρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάκρισα | θα ξακρίσω | να ξακρίσω | ξακρίσει | ||
β' ενικ. | ξάκρισες | θα ξακρίσεις | να ξακρίσεις | ξάκρισε | ||
γ' ενικ. | ξάκρισε | θα ξακρίσει | να ξακρίσει | |||
α' πληθ. | ξακρίσαμε | θα ξακρίσουμε | να ξακρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξακρίσατε | θα ξακρίσετε | να ξακρίσετε | ξακρίστε | ||
γ' πληθ. | ξάκρισαν ξακρίσαν(ε) |
θα ξακρίσουν(ε) | να ξακρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξακρίσει | είχα ξακρίσει | θα έχω ξακρίσει | να έχω ξακρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξακρίσει | είχες ξακρίσει | θα έχεις ξακρίσει | να έχεις ξακρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξακρίσει | είχε ξακρίσει | θα έχει ξακρίσει | να έχει ξακρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξακρίσει | είχαμε ξακρίσει | θα έχουμε ξακρίσει | να έχουμε ξακρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξακρίσει | είχατε ξακρίσει | θα έχετε ξακρίσει | να έχετε ξακρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξακρίσει | είχαν ξακρίσει | θα έχουν ξακρίσει | να έχουν ξακρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξακρίζομαι | ξακριζόμουν(α) | θα ξακρίζομαι | να ξακρίζομαι | ||
β' ενικ. | ξακρίζεσαι | ξακριζόσουν(α) | θα ξακρίζεσαι | να ξακρίζεσαι | (ξακρίζου) | |
γ' ενικ. | ξακρίζεται | ξακριζόταν(ε) | θα ξακρίζεται | να ξακρίζεται | ||
α' πληθ. | ξακριζόμαστε | ξακριζόμαστε ξακριζόμασταν |
θα ξακριζόμαστε | να ξακριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξακρίζεστε | ξακριζόσαστε ξακριζόσασταν |
θα ξακρίζεστε | να ξακρίζεστε | (ξακρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξακρίζονται | ξακρίζονταν ξακριζόντουσαν |
θα ξακρίζονται | να ξακρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξακρίστηκα | θα ξακριστώ | να ξακριστώ | ξακριστεί | ||
β' ενικ. | ξακρίστηκες | θα ξακριστείς | να ξακριστείς | ξακρίσου | ||
γ' ενικ. | ξακρίστηκε | θα ξακριστεί | να ξακριστεί | |||
α' πληθ. | ξακριστήκαμε | θα ξακριστούμε | να ξακριστούμε | |||
β' πληθ. | ξακριστήκατε | θα ξακριστείτε | να ξακριστείτε | ξακριστείτε | ||
γ' πληθ. | ξακρίστηκαν ξακριστήκαν(ε) |
θα ξακριστούν(ε) | να ξακριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξακριστεί | είχα ξακριστεί | θα έχω ξακριστεί | να έχω ξακριστεί | ξακρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξακριστεί | είχες ξακριστεί | θα έχεις ξακριστεί | να έχεις ξακριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξακριστεί | είχε ξακριστεί | θα έχει ξακριστεί | να έχει ξακριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξακριστεί | είχαμε ξακριστεί | θα έχουμε ξακριστεί | να έχουμε ξακριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξακριστεί | είχατε ξακριστεί | θα έχετε ξακριστεί | να έχετε ξακριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξακριστεί | είχαν ξακριστεί | θα έχουν ξακριστεί | να έχουν ξακριστεί |