νυμφεύομαι εξ αριστεράς χειρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ἐνυμφεύθη, νυμφεύομαι και ἐξ ἀριστερᾶς, θηλυκό, γενική του ἀριστερός, και χειρὸς, γενική του χείρ
- και → δείτε τις λέξεις αριστερός και χέρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίανυμφεύομαι εξ αριστεράς χειρός
- (καθαρεύουσα) μονοτονική γραφή του νυμφεύομαι ἐξ ἀριστερᾶς χειρός, πραγματοποιώ μοργανατικό γάμο
- ※ Ἐνυμφεύθη ἐξ ἀριστερᾶς χειρὸς τὴν κόμησσαν Σότεκ δὲ Ζότουβα Σοφίαν τὸ 1900.— εφημερίδα «Ακρόπολις» φύλλο 10615, 16/29 Ιουνίου 1914, σελ. 6