ντρέσινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντρέσινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία): γενική ονομασία οποιασδήποτε κρύας σάλτσας που συνοδεύει σαλάτα προσθέτοντας νοστιμιά, ανεξάρτητα αραίωσης, γεύσης, ή επιλογής υλικών όπως είναι π.χ. η μαγιονέζα.
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντρέσινγκ
|