Ετυμολογία

επεξεργασία
ντούτσε < (άμεσο δάνειο) ιταλική duce < λατινική dux[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdu.t͡se/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντού‐τσε

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντούτσε αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.