ντιζέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντιζέρ < γαλλική disant + -eur < dire < μέση γαλλική dire < παλαιά γαλλικά dire < λατινική dicere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος dico < πρωτοϊταλική *deikō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *déyḱti (δείκνυμι) < *deyḱ-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντιζέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: ντιζέζ)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) τραγουδιστής (λαϊκού ή ελαφρού τραγουδιού) σε (κοσμικό ή νυχτερινό) κέντρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντιζέρ
|