Δείτε επίσης: ντιζέζ, ντίζελ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντιζέρ < γαλλική disant +‎ -eur < dire < μέση γαλλική dire < παλαιά γαλλικά dire < λατινική dicere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος dico < πρωτοϊταλική *deikō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *déyḱti (δείκνυμι) < *deyḱ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /diˈzeɾ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντιζέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: ντιζέζ)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία