ντεμαράζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεμαράζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική démarrage < démarrer < dé- + amarrer < ολλανδική aanmeren < aan + meren < πρωτογερμανική *mairōną < *mairją < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(H)moi- + *ro-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεμαράζ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η εντατικοποίηση των προσπαθειών ενός δρομέα λίγο πριν από τον τερματισμό και η επακόλουθη μεγάλη προπόρευσή του από τους συναθλητές του
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε ανάλογη προσπάθεια και προπόρευση / απομάκρυνση
- Ντεμαράζ ΠΑΟΚ με αναρρίχηση στη δεύτερη θέση (*, 1/2/2017)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντεμαράζ
|