νομικό δικαίωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίανομικό δικαίωμα ουδέτερο
- (νομικός όρος) το σύνολο των δικαιωμάτων που παρέχονται με νόμους σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την επιδίωξη και πραγματοποίηση διαφόρων συμφερόντων τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομικό δικαίωμα