Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφελοβατώ < νεφέλη + βαίνω (;)

  Ρήμα επεξεργασία

νεφελοβατώ

  1. πλάθω με τη σκέψη μου όνειρα και σχέδια για το μέλλον
     συνώνυμα: ονειροπολώ, ονειρεύομαι, ονειροβατώ
  2. αφήνω τη σκέψη μου να φαντάζεται
     συνώνυμα: αεροβατώ, ουρανοβατώ, φαντασιοκοπώ
  3. ρεμβάζω
     συνώνυμα: ρομαντζάρω, αρμενίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία