νεφελοβατώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφελοβατώ < νεφέλη + βαίνω (;)
Ρήμα επεξεργασία
νεφελοβατώ
- πλάθω με τη σκέψη μου όνειρα και σχέδια για το μέλλον
- αφήνω τη σκέψη μου να φαντάζεται
- ρεμβάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφελοβατώ
|