Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύσις < αρχαία ελληνική μύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.sis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύσις θηλυκό

  1. το κλείσιμο ή η σύσφιξη των βλεφάρων ή των χειλιών
  2. (ιατρική) η παροδική συστολή ή η μόνιμη στένωση της κόρης του ματιού, ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης του φωτός ή της λήψης φαρμάκων

  Μεταφράσεις επεξεργασία