μπριάμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπριάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική biryan < περσική بریان (beryân, ψητός, μαγειρεμένος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπριάμ ουδέτερο άκλιτο
- (φαγητά) λαδερό φαγητό της ελληνικής κουζίνας, με κύρια συστατικά μελιτζάνες, πατάτες, κολοκύθια