Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουρινιάζω < μπουρίνι

μπουρινιάζω

  1. (συνήθως στο γ' ενικό) (αμετάβατο) ξεσηκώνω ξαφνική θύελλα
    το Ικάριο μπουρινιάζει
  2. (μεταφορικά) εκνευρίζομαι εύκολα, με πιάνουν τα νεύρα
    Πώς μπουρινιάζεις έτσι με το πρώτο; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία