Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεζερίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bezer, τρίτο ενικό πρόσωπο ενεστώτα του ρήματος bezmek

  Ρήμα επεξεργασία

μπεζερίζω

  1. (λαϊκότροπο) αποκάμνω, κουράζομαι κάνοντας συνεχώς κάτι
    ※  Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια. (Κώστασ Κρυστάλλης (1868‑1894), Στὸ Σταυραητό)
  2. (λαϊκότροπο) δυσκολεύομαι να κάνω κάτι
    μπεζέρισα ν' ανοίξω την πόρτα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία