Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tycenˈmɛc/

tükenmek (tr)

  1. ξεμένω, εξαντλώ, σώνω
    ⮡  Sabrım tükeniyor.
    Η υπομονή μου εξαντλείται.
  2. μπεζερίζω, αποκάμνω, κουράζομαι κάνοντας συνεχώς κάτι

Παράγωγα

επεξεργασία